- ὑφαντούς
- ὑφαντόςwovenmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
πάλλιον — (pallium). Τετράπλευρο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, απομίμηση του ελληνικού ιματίου. Το π. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Ρώμη τον 3o αι. π.Χ. και σύντομα έγινε εθνικό ένδυμα. Στις γυναίκες, το π. ήταν το… … Dictionary of Greek